ημικλήριον

ημικλήριον
ἡμικλήριον, τὸ (Α)
1. το μισό μέρος τής κληρονομιάς κάποιου
2. το μισό τού κλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + κλήρ-ιον (< θ. κληρ- τού κλήρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡμικλήριον — half the inheritance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμικληρίου — ἡμικλήριον half the inheritance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”